corruptor - ορισμός. Τι είναι το corruptor
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι corruptor - ορισμός


corruptor         
Sinónimos
adjetivo
2) corruptivo: corruptivo, séptico
corruptor         
adj.
Que corrompe. Se utiliza también como adjetivo.
corruptor         
corruptor, -a adj. y n. Se aplica al que corrompe o intenta corromper; particularmente, corruptor de menores.

Βικιπαίδεια

Corruptor
Unidad del Videojuego StarCraft de la facción de los Zerg
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για corruptor
1. "La capacidad del eventual corruptor es parecida a la de los narcos", dice un letrado que conoce ese mundo.
2. Crecer, sin reparar en los trabajadores, los consumidores, el urbanismo, el medio ambiente o la estabilidad de los Gobiernos, con frecuencia asediados por su poder corruptor.
3. A pesar de todo, jóvenes activistas decidieron preparar una hoja clandestina donde llamaban "opresor y corruptor" al jefe del Estado español y decidieron cantar el himno.
4. El documento, del que ayer daba cuenta The New York Times, subraya el cáncer de la droga como gran corruptor de la política.
5. Lo anterior, porque las acciones del gobierno han atacado dos de los tres pilares de acción del narco÷ ha disminuido su poder corruptor y ha tratado de erradicar la obstrucción de la justicia, dejándoles como única alternativa ejercer la intimidación y la violencia, aseguraba Vasconcelos.
Τι είναι corruptor - ορισμός